- οφθαλμοδυναμόμετρο
- τοόργανο με το οποίο μετρείται η πίεση τού αίματος στην κεντρική αρτηρία τού αμφιβληστροειδούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφθαλμοδυναμομετρία — η η μέτρηση τής πίεσης τού αίματος στην κεντρική αρτηρία τού αμφιβληστροειδούς με ειδικό όργανο, το οφθαλμοδυναμόμετρο … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek